διαζυγίη

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Spanish (DGE)

(διαζῠγίη) -ης, ἡ
separación σεῖο AP 5.9 (Rufin.), glos. a διωρία Hsch.