διωρία
English (LSJ)
ἡ, either (ὅρος) fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ separación Hsch.
-ας, ἡ
• Grafía: graf. διορ- Vit.Aesop.G 82, Origenes Io.13.41
intervalo de tiempo, plazo διωρίαν βουλῆς ... παρασχεῖν conceder un plazo para la reflexión I.BI 5.348, ἔλαβεν διορίαν ὅπως τὸ σημεῖον διαλύσῃ se tomó un plazo para resolver el presagio, Vit.Aesop.l.c., cf. Origenes l.c., Nil.M.79.169A, Rom.Mel.82.δʹ.1, PLond.1384.21 (biz.)
•según los gramáticos término mal empleado en vez del jur. προθεσμία = plazo fijado para la prescripción Phryn.16, Thom.Mag.p.288.
Greek (Liddell-Scott)
διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.· διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
διωρία, η (AM)
χρονικό διάστημα δύο ωρών.
German (Pape)
ἡ,
1 (ὅρος) ein festgesetzter Zeitpunkt, Termin, auch Vertagung, Jos., Vetera Lexica.
2 (ὥρα) Zeit von zwei Stunden, Sp.