διακλαδίζομαι
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
και -δώνομαι
1. (για δένδρα) χωρίζομαι σε κλαδιά
2. (για ποταμούς, οροσειρές, δρόμους, σιδ. γραμμές, αγωγούς κ.λπ.) χωρίζομαι προς διάφορες διευθύνσεις.