διακλαδίζομαι
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
και -δώνομαι
1. (για δένδρα) χωρίζομαι σε κλαδιά
2. (για ποταμούς, οροσειρές, δρόμους, σιδ. γραμμές, αγωγούς κ.λπ.) χωρίζομαι προς διάφορες διευθύνσεις.