διακονητέον

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκονητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὑπηρετήσῃ, καὶ διᾱκονητής, οῦ, ὁ, θηλ. -ήτρια, ἡ, ὑπηρέτης, ἅπαντα παρ’ Ἐκκλ.