διαλεχτός

From LSJ

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ διαλεκτός, -ή, -όν) διαλέγω
1. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεγμένος
2. διαπρεπής, διακεκριμένος.