τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others
-ή, -ό (Μ διαλεκτός, -ή, -όν) διαλέγω1. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεγμένος2. διαπρεπής, διακεκριμένος.