τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
η χημ.η ιδιότητα ενός σώματος να διαλύεται μέσα σε διαλύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].