διαλυτότητα

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

Greek Monolingual

η χημ.
η ιδιότητα ενός σώματος να διαλύεται μέσα σε διαλύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].