διανύσσω
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 tr. clavar, pinchar με διένυξε τῷ ἀγκῶνι me clavó el codo, me dio un codazo de advertencia, Aristaenet.1.19, del cilicio, Basil.Ep.45.1
•medic. clavarse en (τρίχες) ... τοὺς χιτῶνας (τοῦ ὀφθαλμοῦ) Seuer. en Aët.7.68
•fig. picar, estimular τὰ πάθη διὰ τοῦ ὁρᾶν Thdr.Mops.Mt.31, διαβολὴ ... τὰ σπλάγχνα ἡμῶν διανύττουσα Basil.Ep.45.2, en v. pas. πλευρὰν ἔχοντα σωματικὴν τὴν τῇ λόγχῃ διανενυγμένην Cyr.Al.Nest.4.6 (p.90.16).
2 intr. atravesar πόνου νυγματώδους διανύττοντος μέχρι διαφράγματος atravesando hasta el diafragma un dolor punzante Paul.Aeg.3.70.