διαπαράγω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek (Liddell-Scott)

διαπαράγω: παράγω, δημιουργῶ, Γρ. Νύσσ. 2. 177Β.

Greek Monolingual

διαπαράγω (Α)
δημιουργώ.