διασπορίζω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Spanish (DGE)

dispersar, repartir en v. pas. (ἡ ψυχή) διεσπορισμένη εἰς πάντα τὰ μέλη Apoc.Sedr.10.2.