διαυαίνω

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

German (Pape)

[Seite 609] ganz ausdörren, Suid.

Spanish (DGE)

1 secar completamente en v. pas. ἀὴρ διαυαινόμενος ... ὑπὸ τοῦ ἄνωθεν ἐπικειμένου πυρός Thdt.Qu.in Ge.11, διαυανθῆναι· ξηρανθῆναι Sud.
2 en v. med.-pas. secarse totalmente (ἡ γῆ) διαυαίνεται τε καὶ ἄκαρπος γίνεται Thdt.Aff.3.15, cf. M.81.1684D, τῆς ἀμπέλου διαυανθείσης Thdt.M.81.1640A, ὥστε καὶ τὸ τέλμα διαυανθῆναι καὶ τὸν ποταμὸν γενέσθαι βατόν Thdt.HE 2.30.7.

Greek Monolingual

διαυαίνω (Μ)
ξεραίνω τελείως.