διαφορετικός

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ -ός, -ή, -όν)
αυτός που διαφέρει σε σύγκριση με άλλο, αλλιώτικος.