Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
-η, -ο1. ημιδιαφανής2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστοιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων.