διαφώτιστος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ημιδιαφανής
2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο
ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων.