ημιδιαφανής

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

-ές
1. ο ατελώς διαφανής, που δεν επιτρέπει την πλήρη διάβαση τών φωτεινών ακτινών
2. φρ. «ημιδιαφανή υλικά» — τα σώματα εκείνα που επιτρέπουν μεν τη διέλευση του φωτός μέσα από τη μάζα τους, αλλά διά μέσου τών οποίων διακρίνει κάποιος αδρομερώς την ύπαρξη ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + διαφανής.