ημιδιαφανής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές
1. ο ατελώς διαφανής, που δεν επιτρέπει την πλήρη διάβαση τών φωτεινών ακτινών
2. φρ. «ημιδιαφανή υλικά» — τα σώματα εκείνα που επιτρέπουν μεν τη διέλευση του φωτός μέσα από τη μάζα τους, αλλά διά μέσου τών οποίων διακρίνει κάποιος αδρομερώς την ύπαρξη ενός αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + διαφανής.