German (Pape)
[Seite 613] an der Hand führen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
διαχειραγωγέω: ὁδηγῶ διὰ τῆς χειρός, Κλήμ. Ἀλ. 506.
Spanish (DGE)
guiar, conducir ἀπὸ τῆς γλώττης ἐπὶ τὰ ἔργα τὸ κόσμιον διαχειραγωγεῖν Clem.Al.Strom.2.23.145, en v. pas. ἐπὶ τὴν θεωρίαν διαχειραγωγούμενοι Clem.Al.Fr.60.