διαψαθάλλω

English (LSJ)

feel with the fingers, scratch, Hsch.

Spanish (DGE)

sent. dud., quizá frotar prob. en sent. erót. Com.Adesp.317.

Greek (Liddell-Scott)

διαψᾰθάλλω: ψαύω διὰ τῶν δακτύλων, ψηλαφῶ, ξέω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

διαψαθάλλω και διαψαλάσσομαι και -ττομαι (Α)
κατά τον Ησύχιο
1. αγγίζω με τα δάχτυλα
2. διαφθείρω.