διδάκτορας

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

ο
μεταπτυχιακός τίτλος που απονέμεται σε επιστήμονα για μια πρωτότυπη πραγματεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διδάκτωρ μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή εκδ. 1833)].