Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
2ᵉ sg. prés. ind. épq. de δίδωμι.
διδοῖς: διδοῖ ή διδοῖσθα, Ιων. βʹ και γʹ ενικ. του δίδωμι.
διδοῖς: и διδοῖσθα, v. l. δίδοισθα и διδώσθα эп. (= δίδως) 2 л. sing. praes. к δίδωμι.