διενεργώ Search Google

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

(AM διενεργῶ, -έω) ενεργώ
διεξάγω ολοκληρώνοντας ορισμένη διαδικασία.