διερεύγομαι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήρυγεν Nonn.D.5.157]
expeler, emitir ψευδαλέον σύριγμα διήρυγεν ἀνθερεῶνος emitió un falso silbido a través de las fauces de un collar en forma de serpiente, Nonn.l.c., ὡς ἂν διαπαντὸς τὰ μὲν χείλη ὕμνον διερεύγοιντο Eus.M.23.1393B.