διευθυντικός

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση ή στον διευθυντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].