δικτατορικός

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα
2. αυταρχικός, αυθαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα].