δικτυώ

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

δικτυῶ (-όω) (AM) δίκτυον
1. κατασκευάζω κάτι με μορφή δικτύου
2. παθ. (-οῦμαι)
α) είμαι κατασκευασμένος σε μορφή δικτύου
β) συλλαμβάνομαι μέσα σε δίκτυ.