δισδέκατος

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Spanish (DGE)

(δισδέκᾰτος) -ον vigésimo ἔτος GVI 1098.7 (Tróade I/II d.C.).