δισκιπλῖνα

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sent. dud., quizá ordenanza, reglamento ἀναλαβόντες τὸν ναὸν κατὰ τὸν νόμον καὶ δι<σ>κιπλῖναν IGBulg.3.1590.14 (Augusta Trajana III d.C.).