διφροπηγός

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

German (Pape)

[Seite 645] ὁ, der Wagenbauer.

Greek Monolingual

διφροπηγός, ο (Α)
ο κατασκευαστής δίφρων, αρμάτων.