διφροπηγός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
German (Pape)
[Seite 645] ὁ, der Wagenbauer.
Greek Monolingual
διφροπηγός, ο (Α)
ο κατασκευαστής δίφρων, αρμάτων.