ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-ῆρος, ὁincisivo ὀδόντες Poll.2.91, οἱ ἔμπροσθεν ὀδόντες διχαστῆρες οἱ καὶ τομεῖς Anecd.Erm.287.
διχαστήρ, ο (Α) διχάζωφρ. «διχαστῆρες ὀδόντες» — οι κοπτήρες.