δογκιχωτικός
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
Greek Monolingual
-ή, -ό και δονκιχωτικός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος
2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι. Σκυλίτση].