δράπανο

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511

Greek Monolingual

το
(μηχανολ.)
1. πολύστροφη εργαλειομηχανή ή εργαλείο που στρέφεται με το χέρι, το οποίο αποτελεί τον φορέα διατρητικού κοπτικού εργαλείου
2. το δρέπανο.