δυσεντερικός
English (LSJ)
δυσεντερική, δυσεντερικόν, afflicted with dysentery, Hp.Coac.451, Arr.Epict.2.21.22, Mnesith. ap. Orib.4.4.4; liable to it, Plu.2.101c; δ. πάθη Epicur.Fr.138; τὰ δ. Dsc.1.51.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic.
1 de pers. que padece disentería, disentérico gener. subst. ὁ δ. Hp.Epid.1.19, 7.3, Coac.454, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.4, Dieuch.14.6, 16.34, Heras en Gal.12.941, Dsc.Eup.2.52, Plin.HN 12.32, Plu.2.101c, Arr.Epict.2.21.22, Gal.11.831.
2 propio de la disentería, disentérico πάθη Epicur.Fr.[52], Cic.Fam.7.26.1, cf. Gal.3.330, ἑλκώσεις Gal.12.179, διαθέσεις Gal.12.27, Philum. en Aët.9.33, σπάσματα SB 11856.14 (VI d.C.)
•neutr. subst. τὸ δ. disentería Hp.Prorrh.1.143, τὰ δυσεντερικά enfermedades disentéricas, disentería Hp.Coac.163, Dsc.Eup.2.56, Gal.13.288.
3 propenso a trastornos intestinales διάθεσις Vett.Val.386.30.
German (Pape)
[Seite 679] an der Ruhr leidend, Plut. u. Medic.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la dysenterie;
2 atteint de dysenterie.
Étymologie: δυσεντερία.
Russian (Dvoretsky)
δυσεντερικός:
1 связанный с тяжелым поносом (πάθη Plut., Diog. L.);
2 страдающий тяжелым поносом (κοιλιακὸς καὶ δ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσεντερικός: -ή, -όν, πάσχων δυσεντερίαν, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086· ὑποκείμενος εἰς αὐτήν, Πλούτ. 2. 101C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ δυσεντερικός, -ή, -όν)
1. αυτός που πάσχει από δυσεντερία
2. αυτός που αναφέρεται στη δυσεντερία («δυσεντερικό σύνδρομο»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσεντερικόν
η δυσεντερία.