δυσκατάπαυτος
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυτος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470, pero v. δυσκατάπαυστος.