δυσκατάπαυτος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυτος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470, pero v. δυσκατάπαυστος.