δυσκαταμάχητος
English (LSJ)
[μᾰ], ον, hard to overcome, D.S.3.35; νόσος (sc. πενία) Lib.Decl.34.4.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de vencer ὁ σαρκοφάγος ταῦρος D.S.3.35, νόσος Erot.43.16
•fig., de pers. en sent. amoroso νενίκηται ἡ δ. Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.Decl.34.4
•difícil de conquistar, atacar χώρα Iust.Nou.28.6.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 3, 35; auch von Krankheiten, Medic.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαταμάχητος: трудно одолимый (ταῦρος ἀγριώτατος καὶ παντελῶς δ. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαταμάχητος: -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυακαταμάχητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται, ο δυσκολονίκητος.