δυσμετάστατος

From LSJ

Spanish (DGE)

-ον
inquebrantable, inamovible τοῦτο γὰρ ... δυσμετάστατον, ὅπερ εὐφροσύνῃ πράττεται Apoll. en Cat.Ps.118 Pal.111b.5.