δώκω

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek (Liddell-Scott)

δώκω: δίδωμι, Ἐπιγρ. Κύπρου ἐκ τοῦ ἀορ. ἔδωκα Collitz. 6016.

Spanish (DGE)

chipr. dar pres. formado sobre el aor. ἔδωκα IChS 217.16 (V a.C.).