δῆλον

From LSJ

Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.

Source

Russian (Dvoretsky)

δῆλον: adv. (тж. δῆλον δέ) ясно, очевидно, действительно Soph., Thuc., Arst., Theocr.

Spanish

evidentemente, obviamente, está claro, evidentemente, claramente, naturalmente, claramente