claramente
From LSJ
Spanish > Greek
ἀθολώτως, ἀνεμποδίστως, ἄντικρυς, ἀποπεφασμένως, ἀπροφασίστως, ἀριδήλως, ἀριζήλως, ἀριφραδῶς, δηλαδή, δηλαυγῶς, δῆλον, δῆλον ὅτι, δήλως, δηλωτικῶς, διαδήλως, διακριδά, διαρρήδην, διαυγῶς, διαφανῶς, διαφραδέως, διορατικῶς, ἐκδήλως, ἐκκεκαλυμμένως, ἐκπεπταμένως, ἐκτύπως, ἐκφανῶς, ἐναποδείκτως, ἐναργῶς, ἐνσαφῶς