εβδομηκοντούτης

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

ο και θηλ. -ούτις, η (AM ἑβδομηκοντούτης, ο και θηλ. ἑβδομηκοντοῦτις, η)
αυτός που έχει ηλικία εβδομήντα χρόνων, εβδομηντάρης.