εγερσιμάχας

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

ἐγερσιμάχας, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει ή εμψυχώνει στη μάχη.