εγκοτύλη

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

ἐγκοτύλη, η (Α)
παιχνίδι στην Αθήνα κατά το οποίο ο νικημένος έδενε πίσω τα χέρια του σαν κάθισμα κι επάνω στεκόταν ο νικητής με τα γόνατα.