εγχέσπαλος

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95

Greek Monolingual

ἐγχέσπαλος, ο (Α)
αυτός που πάλλει το έγχος, ο μαχητής.