εθναπόστολος

From LSJ

Greek Monolingual

ο
1. απόστολος τών εθνών (προσωνυμία τών αποστόλων Πέτρου και Παύλου)
2. κήρυκας εθνικών ιδεωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εθναπόστολοι μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].