εθναπόστολος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
ο
1. απόστολος τών εθνών (προσωνυμία τών αποστόλων Πέτρου και Παύλου)
2. κήρυκας εθνικών ιδεωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εθναπόστολοι μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].