εθνισμός

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

ο
1. εθνικότητα
2. εθνική συνείδηση
3. η αγάπη και αφοσίωση ενός ατόμου προς το έθνος του ως αυθύπαρκτης και ισότιμης συνυπάρχουσας οντότητας στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη].