εθνισμός

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

Greek Monolingual

ο
1. εθνικότητα
2. εθνική συνείδηση
3. η αγάπη και αφοσίωση ενός ατόμου προς το έθνος του ως αυθύπαρκτης και ισότιμης συνυπάρχουσας οντότητας στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη].