εθνοπάτωρ

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

ἐθνοπάτωρ, ο (Α)
πατέρας του έθνους.