εθνοφρουρά
Greek Monolingual
η
1. η ένοπλη δύναμη του έθνους
2. εθνοφυλακή
3. (παλιότερα) το σύνολο τών στρατεύσιμων πολιτών από 32-42 χρονών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
η
1. η ένοπλη δύναμη του έθνους
2. εθνοφυλακή
3. (παλιότερα) το σύνολο τών στρατεύσιμων πολιτών από 32-42 χρονών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].