ειδύλλιο

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το (Α εἰδύλλιον)
σύντομο ποίημα εξαίρετης τεχνικής, χαρακτηριστικό δημιούργημα της βουκολικής ποίησης της ελληνιστικής εποχής
νεοελλ.
1. πεζό περιγραφικό διήγημα με αισθηματικό περιεχόμενο
2. τρυφερός ερωτικός δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + υποκορ. επίθημα -ύλλιον].