εικοσίφυλλος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
-ο (Α εἰκοσίφυλλος, -ον)
αυτός που έχει είκοσι πέταλα ή φύλλα.
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
-ο (Α εἰκοσίφυλλος, -ον)
αυτός που έχει είκοσι πέταλα ή φύλλα.