ειλαπινουργός

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

εἰλαπινουργός, ο (Α)
αυτός που προετοιμάζει ειλαπίνη.