εἰλαπινουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, maker of feasts, Man.4.300.
Spanish (DGE)
(εἰλᾰπῐνουργός) -οῦ, ὁ organizador de convites Man.4.300.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπῐνουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ παρασκευάζων εἰλαπίνας, συμπόσια, Μανέθων 4. 300.
Greek Monolingual
εἰλαπινουργός, ο (Α)
αυτός που προετοιμάζει ειλαπίνη.