εισκαλώ

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

εἰσκαλῶ (-έω) (Α)
1. προσκαλώ να περάσουν μέσα
2. στέλνω και καλώ κάποιον.