εισκαλώ

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

εἰσκαλῶ (-έω) (Α)
1. προσκαλώ να περάσουν μέσα
2. στέλνω και καλώ κάποιον.