εκατέρωσε

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

ἑκατέρωσε (Α)
επίρρ.
1. προς κάθε ένα χωριστά από τα δύο μέρη
2. στο κάθε μέρος.