εκβόσκω
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.