εκβόσκω
From LSJ
Greek Monolingual
ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.
ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.